μύξωμα

μύξωμα
Μη καρκινικός, σαν ζελές, όγκος. Παρουσιάζεται συνήθως κάτω από το δέρμα και μπορεί να γίνει πολύ μεγάλος.
* * *
το
ιατρ. μαλακός καλοήθης όγκος τού συνδετικού ιστού, πλούσιος σε θεμέλια ουσία και στερούμενος αγγείων, με ζελατινοειδή μορφή, ο οποίος, ιστολογικά, αποτελείται από αστεροειδή κύτταρα διάσπαρτα μέσα σε άφθονη θεμέλια βλεννοειδή ουσία και που θεραπεύεται οριστικά με ευρεία χειρουργική εξαίρεση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myxome (< μυξώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυξοΐνωμα — το (ιστολ.) μύξωμα ανάμικτο με στοιχεία ινώματος …   Dictionary of Greek

  • μυξοθήλωμα — το (ιστολ.) μύξωμα ανάμικτο με στοιχεία θηλώματος …   Dictionary of Greek

  • μυξολίπωμα — το (ιστολ.) μύξωμα με στοιχεία λιπώματος …   Dictionary of Greek

  • μυξονεύρωμα — το ιατρ. μύξωμα που εμφανίζεται ανάμικτο με στοιχεία νευρώματος …   Dictionary of Greek

  • μυξωμάτωση — η 1. ιατρ. ανάπτυξη πολλαπλών μυξωμάτων ή μυξωματώδης εκφύλιση ενός ιστού 2. (κτην.) λοιμώδης νόσος τών κουνελιών που οφείλεται σε ιό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myxomatose (< μύξωμα* + κατάλ. ωση)] …   Dictionary of Greek

  • ψευδομύξωμα — το, Ν φρ. «ψευδομύξωμα τού περιτοναίου» ιατρ. ζελατινώδης ογκοειδής σχηματισμός τής περιτοναϊκής κοιλότητας από άθροιση βλεννώδους ή βλεννοειδούς υλικού, ο οποίος δίνει την εντύπωση μυξώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + μύξωμα. Η λ. είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”